Από την Αυγή
Συνέντευξη στην Κ. Μπρέγιαννη
Ο τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Δράμας Θεόφιλος Ξανθόπουλος μιλάει στην ΑΥΓΗ και εξηγεί ένα προς ένα τα σοβαρά προβλήματα του νομοσχεδίου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια που εισηγείται το υπουργείο Δικαιοσύνης και συζητείται στη Βουλή.
Το νομοσχέδιο δημιούργησε σωρεία αντιδράσεων για τις απαράδεκτες, αναχρονιστικές και αντιεπιστημονικές ρυθμίσεις που επιβάλλει, ενώ έχει δεχθεί σφοδρά εσωκομματικά πυρά από δύο βουλεύτριες της Ν.Δ., τη Μαριέττα Γιαννάκου και την Όλγα Κεφαλογιάννη, που κατέθεσαν δέκα τροπολογίες, κάτι μάλλον πρωτοφανές για τα κοινοβουλευτικά χρονικά.
Σχετικά με την ανάγκη από την οποία προέκυψε η κυβερνητική προσπάθεια αλλαγής του Οικογενειακού Δικαίου ως προς τις σχέσεις γονέων και τέκνων, ο τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος επισήμανε ότι η επιλογή της κυβέρνησης εδράζεται στο γεγονός ότι η επιμέλεια των τέκνων ανατίθεται κατά ποσοστό 90% στη μητέρα, ενώ η επικοινωνία του πατέρα ορίζεται συνήθως σε δύο σαββατοκύριακα τον μήνα καθώς και σε μία εργάσιμη μέρα την εβδομάδα. Με «δικαιολογία» αυτή την ανισορροπία, η κυβέρνηση εισάγει άτσαλα μια σειρά από ασαφείς, αντιφατικές, τιμωρητικές και προβληματικές ρυθμίσεις που αλλοιώνουν πλήρως τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα του Δικαίου μας και τον μετατρέπουν σε γονεοκεντρικό, εστιάζοντας στα δικαιώματα των γονέων και όχι στο συμφέρον του παιδιού. Αλλά επειδή ο Αστικός Κώδικας είναι ένα ενιαίο κείμενο, στέρεο, λιτό, το αποτέλεσμα είναι να έχουμε τελικά μια ετεροβαρή, ‘εμβαλωματική’ λύση, που προκαλεί πλείστα όσα προβλήματα, όπως αναδείχθηκε στην κοινοβουλευτική συζήτηση ακόμη και από στελέχη της κυβερνητικής παράταξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιλαμβανόμενος ότι, μετά από σαράντα χρόνια ισχύος, έπρεπε το Οικογενειακό Δίκαιο να προσαρμοστεί στις κοινωνικές αλλαγές που μεσολάβησαν, όρισε Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, προχώρησε στη σύνταξη σχεδίου νόμου και εισηγητικής έκθεσης, αλλά τελικά δεν κατέθεσε το νομοσχέδιο. Πλην όμως, η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ριζικά διαφορετική απ’ αυτήν που αποτυπώνεται στο σχέδιο νόμου της Ν.Δ.
Οι οριζόντιες λύσεις δεν είναι λύσεις
Πώς εξηγεί ο Θ. Ξανθόπουλος την κυβερνητική απαξίωση στο πόρισμα της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής και τις φεμινιστικές οργανώσεις; Μας λέει ότι η κυβέρνηση πριόνισε το κλαδί στο οποίο καθόταν! Με το να αγνοήσει το πόρισμα της Νομοπαρασκευαστικής, την οποία η ίδια όρισε, δημιούργησε αμέσως το έδαφος της αμφισβήτησης της πρωτοβουλίας της. Όταν ο ίδιος ο πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής, ο κ. Τέντες, αρθρογραφεί κατά του σχεδίου νόμου, καταλαβαίνετε ότι ήδη έχει χαθεί η έξωθεν καλή μαρτυρία. Όπως σωστά επισημαίνετε, στη Νομοπαρασκευαστική δεν κλήθηκαν εκπρόσωποι γυναικείων οργανώσεων, φεμινιστικές ομάδες κ.λπ., που πρωτίστως και κυρίως τις αφορά το νομοσχέδιο.
Σε αντίθεση με ό, τι είχε συμβεί στη Νομοπαρασκευαστική του ισχύοντος νόμου, του Ν. 1329/83, που αποτέλεσε πρωτοποριακή προοδευτική τομή στο Οικογενειακό μας Δίκαιο και στην οποία, εκτός από εκπροσώπους γυναικείων οργανώσεων, μετείχαν κορυφαίες νομικές προσωπικότητες. Αντίθετα, στην παρούσα Επιτροπή συμμετείχαν άνθρωποι που είχαν άμεση σχέση με την «άλλη πλευρά», εκπροσωπούσαν δηλαδή τους πατεράδες και τις απόψεις τους. Αυτό λοιπόν δείχνει μια στόχευση. Να σημειωθεί επίσης εδώ ότι στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου συμπεριλήφθηκαν και διατάξεις που είχαν απορριφθεί από τη Νομοπαρασκευαστική Τέντε, όπως το τεκμήριο επικοινωνίας στο 1/3 του συνολικού χρόνου. Βεβαίως, η κυβέρνηση έχει την πολιτική ευθύνη να εισηγηθεί το σ/ν είτε με βάση το πόρισμα της Επιτροπής είτε κάνοντας τις αναγκαίες κάθε φορά αλλαγές. Αλλά όταν οι αλλαγές αυτές μεταλλάσσουν το πόρισμα, τότε έχουμε φαινόμενα σαν αυτά που παρατηρούμε στην παρούσα περίπτωση.
Ειδικότερα για το τεκμήριο του 1/3 και τα προβλήματα που δημιουργεί η αοριστία στη διατύπωση, ο Θ. Ξανθόπουλος παρατηρεί ότι οι οριζόντιες λύσεις δεν είναι λύσεις. Πρέπει η δικαστική απόφαση να εξατομικεύει την εξεταζόμενη περίπτωση. Τυχόν διατήρηση του 1/3 θα δημιουργήσει πλείστες ερμηνευτικές δυσχέρειες. Θα εφαρμοστεί στον ελεύθερο ουσιαστικά χρόνο ή και ο χρόνος των εξωσχολικών δραστηριοτήτων, π.χ., εμπεριέχεται; Δεν είναι καθαρό ακόμη τι ακριβώς σημαίνει. Ίσως τις επόμενες ημέρες να μας πληροφορήσει ο υπουργός. Επίσης, άλλες είναι οι ανάγκες ενός παιδιού 5 μηνών, π.χ., και άλλες οι ανάγκες ενός εφήβου 15 ετών. Είναι δόκιμο να υπαχθούν αμφότερες στον οριζόντιο κανόνα του 1/3; Είναι ερωτήματα για τα οποία το υπουργείο δεν έχει απάντηση. Και θα επιμείνουμε μέχρι και τη μέρα της ψήφισης στην Ολομέλεια για να πάρουμε καθαρές απαντήσεις. Γιατί αυτή η υπόθεση αφορά ζωές ανθρώπων που καμιά μεζούρα δε¨ν μπορεί να αποτιμήσει».
Το «εξίσου» κρύβει εναλλασσόμενη κατοικία
Στο επίκεντρο της κριτικής είναι το περιβόητο «εξίσου» για το οποίο ο τομεάρχης Δικαοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ διευκρινίζει ότι ο ισχύων νόμος δεν αναφέρει «εξίσου», αλλά μόνο από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας για τα εν ενεργεία ζευγάρια ακριβώς διότι μια οικογενειακή σχέση είναι σχέση δυναμική και βρίσκει τα σημεία ισορροπίας της με διαφορετικό τρόπο. Ενώ λοιπόν δεν προβλέπεται το «εξίσου» στα εν ενεργεία ζευγάρια, όπως είπαμε, το νομοσχέδιο θέλει να το επιβάλει στην περίπτωση της διάσπασης της έγγαμης σχέσης. Και μάλιστα στα ζευγάρια που δεν ρυθμίζουν τις σχέσεις τους συναινετικά, αλλά βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Καταλαβαίνετε τι εστίες τριβής δημιουργούνται. Εκτός όμως αυτού, το «εξίσου» κατά μία ερμηνεία υποδηλώνει την εξ ημισείας επιμέλεια και κατά συνέπεια την εναλλασσόμενη κατοικία. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, μέχρι στιγμής ο κύριος υπουργός αρνείται να το απαλείψει είτε να δεχθεί μια ορθότερη διατύπωση, π.χ. «ισότιμα». Και έχει δεχθεί και «φίλια πυρά» από τις κυρίες Γιαννάκου και Κεφαλογιάννη. Αλλά και πάλι κωφεύει. Κι αυτό είναι ενδεικτικό των στοχεύσεών του.
Άλλο σημείο τριβής είναι το συμφέρον του παιδιού που, όπως εξηγεί ο Θ. Ξανθόπουλος, είναι μια αόριστη νομική έννοια την οποία καλείται να εξειδικεύσει ο δικαστής. Και οφείλει να διακριβώσει το συμφέρον τού συγκεκριμένου παιδιού με την απόφασή του. Όταν ο νομοθέτης περιορίζει ασφυκτικά τη σκέψη τού δικαστή και τον καθοδηγεί μέσα από συγκεκριμένους «διαδρόμους», ουσιαστικά προκαταλαμβάνει τη σκέψη του. Ειδικότερα, στο συγκεκριμένο σ/ν αυτή ακριβώς είναι και η ένστασή μας. Με τις ασάφειες και τις «αθώες» διατυπώσεις, όπως π.χ. εξίσου, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος διά της διολισθήσεως να φτάσουμε σε καταστάσεις όπου το παιδί γίνεται «μπαλάκι» ανάμεσα στους δύο γονείς χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του. Γι’ αυτό ο υπουργός οφείλει να ακούσει την κριτική και να αφαιρέσει την επίμαχη φράση «εξίσου».
Αντί για προοδευτισμός, συντήρηση
Σε ερώτηση για τον «προοδευτισμό» του ν/σ ο Θ. Ξανθόπουλος υπογραμμίζει ότι η Ν.Δ., όντας συντηρητική παράταξη, θεωρεί το τέκνο ως παρακολούθημα των γονέων και όχι ως αυθύπαρκτη προσωπικότητα. Εξ αυτού του λόγου το ν/σ έχει γονεοκεντρικό άρωμα, ενώ ο ισχύων νόμος είναι αμιγώς παιδοκεντρικός. Επομένως, όλες οι προτεινόμενες ρυθμίσεις εστιάζουν στην προσαρμογή του τέκνου στην οπτική αυτή. Διατάξεις που θεωρούν ότι το συμφέρον τού τέκνου εξαρτάται από τις καλές σχέσεις με την οικογένεια του άλλου γονέα, χωρίς να διευκρινίζεται ποια ακριβώς είναι η οικογένεια, π.χ. οι γονείς του άλλου γονέα, οι αδελφοί του, η νέα οικογένεια που τυχόν έχει συνάψει, δείχνουν μια βαθιά συντηρητική σκέψη, την οποία η Ν.Δ., όσο κι αν προσπαθεί, δεν μπορεί να αποκρύψει. Αλλά και η δυνατότητα του κακοποιητικού γονέα, που στη συντριπτική πλειονότητα είναι ο πατέρας, να διατηρεί την άσκηση της γονικής μέριμνας έως ότου εκδοθεί σε βάρος του δράστη οριστική απόφαση, ήτοι με τα ελληνικά δεδομένα περίπου 4 έως 5 έτη, φωτογραφίζει μια ανοχή στην πατρική εξουσία.
Επίσης ζητήσαμε την άποψη του Θ. Ξανθόπουλου αναφορικά με τη μετάθεση της ευθύνης της επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων από τα δικαστήρια στον νομοθέτη. Είναι ένα θεωρητικό ζήτημα, τόνισε, εξαιρετικά ενδιαφέρον, κατά πόσο δηλαδή η καθεμία από τις τρεις εξουσίες (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική) προσπαθεί να διευρύνει τα όριά της σε βάρος των υπολοίπων, σίγουρα όμως η ποδηγέτηση της δικαστικής σκέψης σε συγκεκριμένες ατραπούς δείχνει μια βαθιά συντηρητική άποψη.
Οι παράλογες διατάξεις του νομοσχεδίου Τσιάρα
Ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται τη συναινετική και όχι την αναγκαστική συνεπιμέλεια ως βάση τής συζήτησης που θα διεξαχθεί στην κοινωνία αλλά και στο Κοινοβούλιο, ξεκαθαρίζει ο Θεόφιλος Ξανθόπουλος
Ειδικότερα για τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί το ν/σ πρέπει να πούμε ότι το συγκεκριμένο αφορά ένα πολύ μικρό ποσοστό των διαζευγμένων οικογενειών. Σύμφωνα με στοιχεία που ήδη εισφέρθηκαν στον διάλογο στη Βουλή, ποσοστό 86% καταλήγει σε συναινετικό διαζύγιο. Από το υπόλοιπο 14%, ένα ποσοστό 7%, δηλαδή το μισό, σταματά την αντιδικία μετά την έκδοση της απόφασης επί της προσωρινής διαταγής είτε των ασφαλιστικών μέτρων και μόνο το υπόλοιπο 7% προχωρά στην άσκηση αγωγής. Και επί των αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό μόνο το 3% ασκεί έφεση.
Οι εντάσεις μεταξύ των συγκεκριμένων ζευγαριών είναι πολύ έντονες και με τις ρυθμίσεις που εισηγείται η κυβέρνηση δημιουργούνται νέοι «σπινθήρες έκρηξης» σε μία ούτως ή άλλως τεταμένη ατμόσφαιρα. Το γεγονός, π.χ., ότι ο σύζυγος που έχει την επιμέλεια υποχρεούται να ενημερώνει τον άλλον γονέα και για πράξεις απλής καθημερινής διαχείρισης στη ζωή τού παιδιού δημιουργεί πεδίο αντιπαράθεσης. Για παράδειγμα, επίσκεψη στον γιατρό για μια απλή ίωση, φαρμακευτική αγωγή που θα ακολουθηθεί είναι θέματα για τα οποία πρέπει να ενημερώνεται ο άλλος γονέας. Και εάν δεν συναινεί ή εάν δεν θέλει να συναινεί, αντιλαμβάνεστε πόσα προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν.
Επίσης, η παράλογη διάταξη που αναφέρει ότι το παιδί πρέπει να διατηρεί καλές σχέσεις με την οικογένεια του άλλου γονέα, χωρίς να προσδιορίζεται ποια είναι η οικογένεια του άλλου γονέα. Είναι, π.χ., τα αδέλφια του; Η νέα οικογένεια που τυχόν έχει συνάψει;
Ειδικότερα για τις περιπτώσεις κακοποίησης, ο Θ. Ξανθόπουλος υπογραμμίζει ότι υπάρχουν λύσεις που και συμβατές με το τεκμήριο αθωότητας είναι αλλά και αποτελεσματικές όσον αφορά στην προστασία τής υπόλοιπης οικογένειας. Νομοτεχνικά ορθό είναι να γίνει παραπομπή στις διατάξεις του νόμου περί ενδοοικογενειακής βίας (Ν. 3500/06), ώστε ο κατηγορούμενος ως κακοποιητής γονέας να απομακρύνεται από την οικογενειακή στέγη κ.λπ. Αλλά και άλλες λύσεις έχουν προταθεί κατά τη συζήτηση στη Βουλή (γνωμάτευση κοινωνικού λειτουργού, παιδοψυχολόγου κ.λπ.), που μπορούν να απαντήσουν στο πρόβλημα. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να απαλειφθεί η υφιστάμενη διάταξη περί οριστικής απόφασης, η οποία απαιτεί χρόνο έκδοσης 4 με 5 χρόνια.
Τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ.; Ο Θ. Ξανθόπουλος παραπέμπει στην επεξεργασία που ήδη βρίσκεται σε τελική μορφή και κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτή της Ν.Δ. Δέχεται τη συναινετική και όχι την αναγκαστική συνεπιμέλεια και θα είναι η βάση της συζήτησης που θα διεξαχθεί στην κοινωνία αλλά και στο Κοινοβούλιο εφόσον οι πολίτες εμπιστευθούν εκ νέου τον ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ.