Η χώρα ήδη μπήκε στην 3η δεκαετία του 21ου αιώνα και δοκιμάζεται, όπως όλος ο πλανήτης, από μία διφυή κρίση, υγειονομική & οικονομική. Η κάθε κρίση, όπως είναι γνωστόν, αναδιατάσσει τις κοινωνικές και άρα τις πολιτικές προτεραιότητες. Και όσο πιο έντονη είναι, τόσο εντονότερα είναι τα αιτήματα που διατυπώνονται.
Η αμέσως προηγούμενη κρίση ήταν κρίση οικονομική. Τα Μνημόνια διέλυσαν ό, τι θεωρούσαμε κατάκτηση της Μεταπολίτευσης αλλά έθεσαν επιτακτικά την προτεραιότητα της εποχής. Έξοδος από τα Μνημόνια και χάραξη διαμετρικά αντίθετης Πολιτικής, απ’ αυτήν που μας οδήγησε σ’ αυτά. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε εκείνη την περίοδο, ίσως όχι πλήρως επεξεργασμένα, το αίτημα της Κοινωνίας για αλλαγή πορείας και κατόρθωσε να καταστεί πλειοψηφικό Κόμμα της Ελληνικής Κοινωνίας.
Σήμερα την χαραυγή της νέας χρονιάς η χώρα έχει ανάγκη από μεγάλες Τομές και Ρήξεις, που θα αποτελέσουν το διαβατήριο της Κοινωνίας για τη νέα εποχή. Ως κορυφαίο δίδαγμα της Πανδημίας προκύπτει η ανάγκη επαναθεμελίωσης του ΕΣΥ. Το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, που υπήρξε εμβληματική μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου, λόγω εγγενών προβλημάτων αλλά και της επίθεσης που υπέστη κατά την περίοδο των Μνημονίων, παρά την στήριξη που γνώρισε από τον ΣΥΡΙΖΑ εν μέσω ανελαστικών Μνημονιακών Υποχρεώσεων, έφτασε στα όρια της αντοχής του. Η πρωτοφανής άρνηση της κυβερνησης Μητσοτάκη να το ενισχύσει αποφασιστικά, εν μέσω πανδημίας, αποδεικνύει τις πραγματικές της προθέσεις. Απαιτείται μία μεγάλη συζήτηση μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας, που αναγνωρίζουν τη σημασία ενός ισχυρού, επαρκώς χρηματοδοτούμενου και πλήρως στελεχωμένου Δημόσιου Συστήματος Υγείας, για την επανεκκίνησή του και τη λειτουργία του στις σύγχρονες συνθήκες, έχοντας την πείρα των 40 περίπου ετών λειτουργίας του.
Περαιτέρω, είναι πλέον αδήριτη ανάγκη να επαναθεμελιωθεί η Δημόσια Διοίκηση. Το «μακρύ χέρι» του Κράτους, το εργαλείο λειτουργίας του βρίσκεται σε ημιθανή κατάσταση. Η Πανδημία ήλθε να το απογυμνώσει τελείως. Υποστελέχωση, έλλειψη μετρήσιμων στόχων, επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες, ρουσφετολογικές ρυθμίσεις και προσεγγίσεις, βραδείς ρυθμοί, νωχελικές συμπεριφορές, περιγράφουν αδρομερώς το πλαίσιο αιτιών, που οποιαδήποτε προσπάθεια πολιτικής αποτελεσματικότητας βαλτώνει στα «γραφεία». Η συντηρητική προσέγγιση πατά στα υπαρκτά προβλήματα της Δημόσιας Διοίκησης, που εν πολλοίς οι συντηρητικές πολιτικές δημιούργησαν, για να μιλήσει για την ανάγκη ιδιωτικοποίησης μεγάλων τομέων της κρατικής μηχανής. Και αυτή η προσέγγιση τείνει να γίνει κυρίαρχη στην Κοινωνία. Πρόκειται για ιδεολογική ηγεμονία των δυνάμεων της αγοράς. Η απάντηση της Αριστεράς πρέπει να είναι τεκμηριωμένη, αναλυτική και κυρίως να απαντά, όχι σε μικροσυμφέροντα και επί μέρους διευθετήσεις, αλλά στη συνολική ανάγκη της Κοινωνίας. Για μια Δημόσια Διοίκηση αυτόνομη από την εκάστοτε Κυβέρνηση αλλά και αποδοτικό εργαλείο για την επίτευξη στόχων και σκοπών, που υπηρετούν την πλειοψηφία της Κοινωνίας.
Η νέα οικονομική κρίση, επακόλουθο της υγειονομικής, μας θέτει ξανά μπροστά σε μεγάλα διλήμματα. Ο τρόπος που θα αξιοποιήσουμε τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και θα ανασυγκροτήσουμε την παραγωγική βάση, χωρίς να την πληρώσουν και πάλι οι αδύναμοι, αποτελεί μια βαθιά ιδεολογικοπολιτική επιλογή. Η προοδευτική απάντηση, το νέο κοινωνικό συμβόλαιο με την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, θα πρέπει να συνδυάζει την δίκαιη οικονομική ανάπτυξη με τις ανάγκες της κλιματικής αλλαγής, την προστασία των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και την ταχεία μετάβαση στη ψηφιακή εποχή.
Γνωρίζουμε ότι η Τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Θέση της Αριστεράς παραμένει ότι οι νέες μορφές τεχνολογίας δεν πρέπει να είναι αποκλειστικό προνόμιο των «τυφλών δυνάμεων της αγοράς»
Είναι δεδομένο ότι αυτό που αποτελεί το διαβατήριο της χώρας για τη νέα εποχή είναι οι νέες τεχνολογίες. Οι δυνατότητες που ανοίγονται ψηλαφούνται στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Η ψηφιακή σύγκλιση με τις αναπτυγμένες ψηφιακά χώρες είναι όρος επιβίωσης. Αυτό είναι μια βαθιά πολιτική επιλογή που η Αριστερά πρέπει να κάνει. Γνωρίζουμε ότι η Τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Θέση της Αριστεράς παραμένει ότι οι νέες μορφές τεχνολογίας δεν πρέπει να είναι αποκλειστικό προνόμιο των «τυφλών δυνάμεων της αγοράς». Η Πολιτεία πρέπει να έχει βαρύνοντα λόγο. Τα Πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, είναι οι πυλώνες της τεχνολογικής ανάπτυξης. Η γενναία αύξηση της χρηματοδότησης της έρευνας είναι μια προοδευτική πολιτική επιλογή. Και η διάχυση της τεχνολογίας και των εφαρμογών της σε όλη την Κοινωνία αποτελεί κριτήριο της Ισότητας των Πολιτών και όχι απλώς αύξηση πελατολογίου της οποιασδήποτε εταιρείας υψηλής τεχνολογίας.
Διανύουμε ήδη την πρώτη μέρα του νέου έτους. Ενός έτους που όλοι θέλουμε να είναι καλύτερο απ΄ αυτό που πέρασε. Αλλά για τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις αυτό δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει να είναι η αφετηρία δυναμικής πορείας της χώρας, η οποία εξουθενωμένη από την υγειονομική και οικονομική κρίση, οφείλει να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και να κάνει τις επιλογές, που θα την εντάξουν στην πρωτοπορεία των Κρατών της νέας εποχής. Χωρίς τις παρεκτροπές αυταρχισμού της σημερινής κυβέρνησης αλλά με απόλυτο σεβασμό στο κράτος δικαίου, στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών. Και κυρίως με διαφάνεια και λογοδοσία.
Ολα αυτά δε μπορεί παρά να είναι έργο των προοδευτικών δυνάμεων, που με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να αναλάβουν αυτήν την ευθύνη, ευθύνη απέναντι στην ίδια την ιστορία τους αλλά και στο μέλλον της Πατρίδας.