Πρόταση για συνάντηση των φορέων του Νομού Δράμας με δεδομένη την έξαρση που παρουσιάζει η πανδημία, προκειμένου να εξεταστούν τα προβλήματα και οι δυνατότητες που υπάρχουν για την αντιμετώπισή τους, μεταξύ άλλων και για το νοσοκομείο της Δράμας, κατέθεσε προς τον Αντιπεριφερειάρχη Δράμας κ. Γιώργο Παπαδόπουλο ο Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Θεόφιλος Ξανθόπουλος. Ο Βουλευτής πρότεινε η συνάντηση να συγκληθεί από τον Αντιπεριφερειάρχη Δράμας, από τον οποίο αναμένει και σχετική απάντηση.
Θετικός στην πρόταση, εμφανίστηκε ο Δήμαρχος Δράμας κ. Χριστόδουλος Μαμσάκος ο οποίος πρότεινε να συμμετάσχουν και οι δήμαρχοι των υπολοίπων δήμων του Νομού Δράμας ενώ σύμφωνη με την πρόταση ήταν και η Βουλευτής του ΚΙΝΑΛ κ. Χαρά Κεφαλίδου.
Ο κ. Ξανθόπουλος επεσήμανε στα “Χ” ότι είναι χρήσιμο να γίνει μία τέτοια συνάντηση προκειμένου να εξεταστούν τα προβλήματα. Ο ίδιος υπογράμμισε ότι δυστυχώς δεν υπάρχει ενημέρωση στις τοπικές κοινωνίες για τις συνθήκες που επικρατούν στα νοσοκομεία αλλά και για τα επιδημιολογικά δεδομένα, τα κρούσματα και τους θανάτους. «Κανείς δεν γνωρίζει επίσημα και είμαστε όλοι δέσμιοι φημών και διαδόσεων. Ο καθένας έχει μια ατομική ενημέρωση. Προσωπικά έχω επικοινωνήσει αρκετές φορές με την κα διοικήτρια η οποία, με ενημερώνει κάθε φορά, αλλά αυτό γίνεται πάντα κατά μόνας. Ο καθένας λοιπόν, έχει προσωπική γνώση, χωρίς αυτό να μπαίνει σε διαβούλευση μεταξύ των θεσμικών για να δούμε τι μπορεί να γίνει. Μια συντονισμένη συλλογική προσπάθεια είναι βέβαιο ότι δεν θα βλάψει».
Σε σχέση με τις ελλείψεις προσωπικού που υπάρχουν στα νοσοκομεία, ο κ. Ξανθόπουλος σχολίασε σχετικά με την κατάθεση τροπολογίας του Υπουργού Υγείας κ. Κικίλια, την περασμένη Πέμπτη, μέσω της οποίας πρότεινε στη Βουλή την πρόσληψη 300 μόνιμων γιατρών στο ΕΣΥ. «Περίμεναν να φθάσει η κατάσταση σε αυτό το σημείο για να προσλάβουν από εδώ και έπειτα 300 γιατρούς, κάτι που είναι ενδεικτικό του πανικού και της λογικής του βλέποντας και κάνοντας».
Ο Δραμινός Βουλευτής, σε σχέση με το διαθέσιμο προσωπικό στο Νοσοκομείο Δράμας δήλωσε ότι «αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 40 άτομα (ιατροί και νοσηλευτές) που είναι εκτός Νοσοκομείου οι οποίοι είτε νοσούν είτε είναι σε καραντίνα. Έτσι, το ήδη οξύ πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού τώρα γίνεται οξύτερο και κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα νοσήσουν ή δεν θα τεθούν σε καραντίνα επιπλέον μέλη του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Είναι σαφές λοιπόν, ότι σε αυτή τη φάση θα πρέπει να προσληφθεί προσωπικό. Επίσης, δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές αλλά υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι ώστε να μπορέσουν να κλείσουν αυτά τα κενά. Είτε με μεταφορές προσωπικού από άλλα νοσηλευτικά ιδρύματα είτε με επιπλέον προσλήψεις, ενδεχομένως με τη διαδικασία των συμβάσεων αλλά αυτά είναι θέματα που αποφασίζονται σε κεντρικό επίπεδο, διότι το νοσοκομείο της Δράμας δεν μπορεί να κάνει κάτι κατά μόνας. Ακόμη και η σκέψη να γίνουν προσλήψεις με κριτήρια ΑΣΕΠ με τη συναίνεση όλων θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική. Η κυβέρνηση είτε δεν θέλει να το κάνει, είτε θέλει να το κάνει με τους δικούς της τρόπους και για το λόγο αυτό η κριτική μας είναι έντονη».
Σχετικά με την διενέργεια επαναλαμβανόμενων τεστ στα νοσοκομεία και τους φορείς του δημοσίου όπου εργάζεται μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ο κ. Ξανθόπουλος επεσήμανε ότι «το τεστ πρέπει να συνταγογραφείται και να γίνεται μαζικά. Είναι αδιανόητο το νοσηλευτικό προσωπικό να μην υφίσταται συνεχή έλεγχο ώστε να ξέρουμε ακριβώς γίνεται και κυρίως να προστατευτούμε από το να φτάσει να αποτελεί παράγοντα διασποράς. Αντίστοιχα ο Δήμος θα πρέπει να κάνει τεστ στους υπαλλήλους του, όπως και η Περιφέρεια. Τα επαναλαμβανόμενα τεστ προφυλάσσουν τους εργαζόμενους αλλά και τη δημόσια υγεία» πρόσθεσε ο κ. Ξανθόπουλος.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη διακύμανση που μπορεί να έχει από εδώ και πέρα η πανδημία είπε ότι: «ο εγκλεισμός είναι λογικό να οδηγήσει σε έλεγχο της διάδοσης της ασθένειας. Το αν θα είναι σημαντική η μείωση των κρουσμάτων είναι κάτι που κριθεί από πολλές παραμέτρους. Για παράδειγμα στα μεγάλα αστικά κέντρα στα οποία υπάρχει το πρόβλημα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, φαντάζομαι ότι εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα και αφεθεί ο κόσμος να ξαναγυρίσει στην εργασία του, θα έχουμε ενδεχομένως αναζωπύρωση. Είναι όμως, δεδομένο ότι με τα μέτρα θα έχουμε μια προσωρινή ανάσχεση της πανδημίας, μένει να δούμε μονιμότερα μέτρα για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα».